- κρεουργώ
- (ε) μετ.1) резать, разрубать мясо на куски; рвать мясо на куски; 2) резать, убивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρεουργώ — (AM κρεουργῶ, έω) [κρεουργός] 1. κόβω το κρέας σε κομμάτια («μετὰ δὲ ῥεύσας ὄϊν τὰ μὲν ἄλλα κρεουργέει τε καὶ εὐωχέεται», Λουκιαν.) 2. κομματιάζω σάρκες, κατακρεουργώ, ξεσκίζω … Dictionary of Greek
κατακρεουργώ — (AM κατακρεουργῶ, έω, ιων. τ. κατακρεοργέω) φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῡτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.) νεοελλ. (σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο) εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια,… … Dictionary of Greek
κρεοκοπώ — κρεοκοπῶ, έω (Α) [κρεοκόπος] κόβω σε κομμάτια, κρεουργώ … Dictionary of Greek
κρεουργία — η (Α κρεουργία) [κρεουργώ] κόψιμο κρέατος σε τεμάχια νεοελλ. ανηλεής σφαγή ανθρώπων … Dictionary of Greek
κρεούργηση — η 1. τεμάχισμα τού κρέατος 2. ανηλεής σφαγή ανθρώπων, μακελειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κρεούργησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μαγειρεύω — και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) [μάγειρος] παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) … Dictionary of Greek